σαπέρδης

σαπέρδης
σᾱπέρδ-ης, ου, ,
A the fish κορακῖνος, prob. the great Nile-perch, Tilapia nilotica, Hp.Int.25, Ar.Frr.414,686, Archipp.26; a Pontic fish acc. to Archestr.Fr.38.3;

σ. τῶν ἐκ τῆς λίμνης PCair.Zen.680.33

(iii B.C.); found in the Maeander, Porph.Abst.3.5; both the κορακῖνος and the πλατίστακος were called ς. acc. to Parmeno ap. Ath.7.308f; cf. σαπερδίς.

Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • σαπέρδης — the fish masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • σαπέρδης — ὁ, Α είδος θαλάσσιου ψαριού, αλλ. κορακίνος ή πλατίστακος. [ΕΤΥΜΟΛ. Δάνεια λ., άγνωστης προέλευσης] …   Dictionary of Greek

  • σαπέρδαι — σαπέρδης the fish masc nom/voc pl σαπέρδᾱͅ , σαπέρδης the fish masc dat sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • σαπέρδαις — σαπέρδης the fish masc dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • σαπέρδη — σαπέρδης the fish masc voc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • σαπέρδην — σαπέρδης the fish masc acc sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • σαπέρδῃ — σαπέρδης the fish masc dat sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • σαπερδίς — ίδος, ἡ, Α πιθ. ο σαπέρδης*. [ΕΤΥΜΟΛ. < σαπέρδης + κατάλ. ίς, ίδος (πρβλ. κληματ ίς)] …   Dictionary of Greek

  • σαπέρδας — σαπέρδᾱς , σαπέρδης the fish masc acc pl σαπέρδᾱς , σαπέρδης the fish masc nom sg (epic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Σαπέρδιον — τὸ, Α [σαπέρδης] (ως υποκορ. τού σαπέρδη) υβριστικό παρωνύμιο τής εταίρας Φρύνης …   Dictionary of Greek

  • πλατίστακος — ὁ, Α 1. το ψάρι μύλλος*. το μυλοκόπι 2. το ψάρι σαπέρδης* 3. (κατά τον Ησύχ. και τον Φώτ.) «πλατίστακος τὸ γυναικεῑον αἰδοῑον» 4. χρησιμοποιείται ως λογοπαίγνιο τού Πλάτωνος. [ΕΤΥΜΟΛ. Άγνωστης ετυμολ., ονομ. ψαριού η οποία πιθ. συνδέεται με τον τ …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”